Αθηνάνθρωπος ή Τσιμεντόβλαχος ονομάζεται το
μέλος μιας αγέλης, ενός κοπαδιού ή ενός σμήνους που αποφασίζει ταυτόχρονα με
τους συγκρατούμενούς του φυλακισμένους,
να αποδράσει για κάποιες μέρες σε ένα όμορφο και γαλήνιο μέρος. Λόγω του
χρόνιου ιδρυματισμού του όμως ο Αθηνάνθρωπος, χωρίς να το καταλαβαίνει προφανώς,
κουβαλά παντού τη φυλακή και την αγέλη του.
Εδώ και
κάμποσα χρόνια, σύντροφοι ιθαγενείς, έχει απλωθεί στη πόλη μας ένα μικρόβιο,
ένας σκόρος που μας ροκανίζει τη ζωή και μας καταστρέφει τη καθημερινή μας
ευτυχία εντός του άστεως. Σε τακτά και άτακτα χρονικά διαστήματα, σε διακοπές
και αργίες, η πόλη της Ναπολι καταλαμβάνεται από το παρασιτικό γένος των
Αθηνανθρώπων ή Τσιμεντόβλαχων. Λόγω της κοντινής απόστασης των δύο πρωτευουσών
του νεοελληνικού κράτους, λόγω και της κατασκευής της εθνικής οδού
Τριπόλεως-Αθηνών, το γένος των Αθηνανθρώπων επιλέγει τα τελευταία χρόνια
κοπαδικώς την πρώτη πρωτεύουσα της χώρας σαν τόπο αναψυχής, ανάπαυσης και
σύντομης φυγής από τη μίζερη και
τσιμεντένια του καθημερινότητα.
Οι
Αθηνάνθρωποι έρχονται στο Ναύπλιο κουβαλώντας μαζί τους τα υπέροχα πορτοφόλια
τους, έτοιμοι να τα αδειάσουν στα ταμεία της πόλεως. Οι αυτόχθονες
επιχειρηματίες τρίβουν τα χέρια τους και η πόλη μεταμορφώνεται κατά περίσταση σε
ένα γιγάντιο ταμείο εισρροής πρωτευουσιάνικων ευρώ.
Τα λεφτά
όμως, όπως έχουμε διδαχθεί από τις δεκάδες σαπουνόπερες που έχουμε
παρακολουθήσει, δεν φέρνουν πάντοτε την
ευτυχία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα λεφτά του γένους των Αθηναθρώπων. Ίσως
γιατί εκτός από χρήματα, οι Τσιμεντόβλαχοι Πρωτευουσιάνοι φροντίζουν να
εξοπλίζουν τη πόλη μας και με άλλα
πράγματα.
έρχεται το δολλάριο |
Καταρχήν,
φέρνουν μαζί τους τα πανέμορφα και τόσο χαριτωμένα αυτοκινητάκια τους, τις
μελωδικές κόρνες τους, τις ευγενικές μούντζες τους, τα γλυκομίλητα μπινελίκια
τους και τις θαυμάσιες οδηγητικές τους αρετές. Η πόλη πλημμυρίζει από νευρικά
τιμόνια, μποτιλιαρίσματα, ηλιθιωδώς σταθευμένα αυτοκίνητα, θορύβους και
μουτρωμένους οδηγούς. To πάρκινγκ γίνεται αγώνας δρόμου για όλους και οι ελάχιστοι
που θα κατέβουν στη παλιά πόλη με τα πόδια θα βιώσουν ένα μέρος της ακουστικής
και ψυχολογικής κούρασης του κέντρου των Αθηνών. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες οι
Αθηνάνθρωποι ανεβάζουν τους στρεσογόνους δείκτες της πόλης, αυξάνουν τα
ντεσιμπέλ και εισχωρούν βίαια στο νευρολογικό ιστό της τοπικής κοινωνίας.
Η αύξηση
των ντεσιμπέλ και του θορύβου όμως δεν σταματούν εκεί. Οι Αθηνάνθρωποι ως
γνωστόν συνηθίζουν να κινούνται σαν σμήνη και εκτός αυτοκινήτου. Καταλαμβάνουν
μαζικά κάθε σημείο που θα περάσουν, καφετέριες, ταβέρνες, πεζόδρομους, και
αφήνουν πάντοτε πίσω τους ένα αριθμό
μελών ικανών να προκαλούν παντού το αδιαχώρητο. Κι ενώ οι ίδιοι αντιμετωπίζουν
όλη αυτή τη κατάσταση με τη πασίγνωστη πλέον ανέκφραστη, αναίσθητη και
μουρόχαβλη φάτσα τους, ο ντόπιος πληθυσμός, όσος έχει το κουράγιο να βγεί έξω,
δυστυχώς δεν βρίσκει σημείο ούτε να
κάτσει ούτε να χαλαρώσει. Βλέπεις οι Αθηνάνθρωποι, πέρα από τη βαβούρα που
διαθέτουν, έχουν αναπτύξει και το προσόν της ιώβιας υπομονής ή αλλιώς του
συνδρόμου της «ουράς». Έχοντας συνηθίσει τις απίστευτες και άπειρες ουρές στις
δημόσιές τους υπηρεσίες, στις συγκοινωνίες, τους δρόμους, τα θέατρα και τα σινεμά, μπορούν ανελέητα και για όσο χρειαστεί να
περιμένουν όρθιοι μαζί με τη παρέα τους μέσα ή έξω από ένα μαγαζί για να
μπορέσουν να πάρουν το τραπεζάκι στο καφέ, στο μπάρ ή τη ταβέρνα που στάμπαραν.
Και οι ντόπιοι, που βαριούνται όλη αυτή τη διαδικασία φυσικά, κάνουν μια απλή
περατζάδα, άντε μέχρι το φάρο, σιχτιρίζουν την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισαν
να βγούν, διαολοστέλνουν αυτόν ή αυτή που τους το πρότεινε, και επιστρέφουν με
τα βαριά σημάδια του πολέμου, στο σπίτι τους, κατάκοποι κι εκνευρισμένοι.
Κοινώς, αυτοεξορίσονται στα κλουβιά τους.
Όλο και
μεγαλύτερος αριθμός αυτόχθονων ιθαγενών επιλέγει να μη βγεί στη πόλη του τις
μέρες των γιορτών, των αργιών, των διακοπών και των όμορφων σαββατοκύριακων για
να μη συναντηθεί με το εκνευριστικό και εγωκεντρικό κοπάδι των Αθηνανθρώπων.
Αντ’΄αυτού επιλέγει συγκεντρώσεις φίλων και συγγενών σε σπίτια και εξορμήσεις σε
κοντινές επαρχίες όπως το Τολό, η Πλάκα και το Άργος. Τιμή και δόξα βεβαίως
στους αυτόχθονες που για καθαρά εκδικητικούς λόγους, εκείνες τις μέρες
επισκέπτονται την πρωτεύουσα, την έδρα των Αθηνανθρώπων.
Μοναδικοί
αλώβητοι, μη πω και ευχαριστημένοι με το φαινόμενο, είναι οι πιτσιρικάδες της
πόλης, τα αυτόχθονα εφηβόπουλα, που μέσα στο γενικό χαμό και το αχανές
τουριστικό πλήθος βρίσκουν την ευκαιρία να ζήσουν μια κάποια ανωνυμία, μακριά
από τον καθημερινό μικροαστισμό της επαρχιακής πόλης, και να κάνουν ελεύθερα τις μαλακίες της
ηλικίας τους. Οι υπόλοιποι αυτόχθονες κωλοπλένηδες, που δεν μας ενδιαφέρει πιά
να κρυφτούμε αλλά να βρεθούμε, δυστυχώς αποκοβόμαστε όλο και περισσότερο από τον
κοινωνικό μας ιστό καθώς συνηθίζουμε να γιορτάζουμε και να γλεντάμε μακριά από
τη τοπική μας κοινότητα. Σε απλά ελληνικά, δεν συναντιόμαστε καθόλου πιά στους
δημόσιους χώρους της πόλης, τις μέρες της χαράς, της γιορτής και της
ναυπλιώτικης λιακάδας. Εξαίρεση αποτελεί ίσως η Μεγάλη Παρασκευή, επειδή η
κατάνυξη και η θρησκευτική ατμόσφαιρα αναγκάζει ακόμη και τους Τσιμεντόβλαχους
να το βουλώνουν λιγάκι. Οπότε και μείς αρπάζουμε την ευκαιρία μέσα στη σχετική
ηρεμία της γιορτής και ξαναγνωριζόμαστε όσο προλαβαίνουμε. Κατά τα άλλα
μεταμορφωνόμαστε συνεχώς σε άτομα ξεκομμένα από το κοινωνικό μας περιβάλλον,
γινόμαστε επομένως και λογικώς ωσάν τα μούτρα τους.
Και δεν
φτάνει που μας κάνουν ολο και πιο πολύ σαν τα μούτρα τους, αλλά φεύγοντας,
αφήνουν πίσω τους μια πόλη βομβαρδισμένη απ’ τη μαζική παρουσία τους. Μια πόλη
πανέμορφη και άδεια. Μάλλον κούφια. Μια πόλη φάντασμα, κομμένη και ραμμένη
μονάχα για τις τσέπες τους, τις ανάγκες τους και την επόμενη μαζική εξόρμησή
τους. Μια τουριστική και πανάκριβη πόλη, χωρίς ιδιαίτερη καθημερινή ταυτότητα
που το μίζερο και καταθλιπτικό διάστημα της απουσίας των Αθηνανθρώπων, το
κουτσοκαλύπτει με τους σκόρπιους και ξεχασμένους τουρίστες της. Τους αυτόχθονες
ιθαγενείς κωλοπλένηδες. Εμάς τους απάτριδες μαλάκες.
(το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Τα Αργολικά" στις 24 Νοεμβρίου του εσχάτου έτους 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου