Το Ηραίον του
Άργους βρίσκεται ανάμεσα στο Άργος και τις Μυκήνες, στις πλαγιές του λόφου που
λεγόταν Αετόβουνο ή Εύβοια. Θεωρείται το κέντρο της λατρείας της Ήρας, της θεάς
”Αργείας”, όπως την ονομάζει ο Όμηρος.
Ας δούμε
παρακάτω πως περιγράφει το Ηραίον του Άργους, η ζωγράφος και συγγραφέας Ντιάνα
Αντωνακάτου στο βιβλίο της ¨Αργολίδα¨.
Ο ιερός τόπος
του Ηραίου, νότια από τις Μυκήνες κι’ αυτός στ’ ανατολικά ριζωμένος, αντίκρυ
στον κάμπο. Μια ξέφραχτη απλωσύνη πάνω σ’ ένα περήφανο ύψωμα. Δεν έχει
επιβλητικά μυστικά, δεν έχει ερείπια συναρπαστικά, δεν έχει ούτε σύγχρονους
πιστούς — δεν έχει ακόμη ούτε εποχές πλαίσιά του. Σ’ όλες τις
εποχές κρατάει
αυτήν την ίδια ανοιχτή, άσκεπη ευλάβεια, απλωμένη παλάμη, προσφορά ιερή στην
πίστη της μεγάλης θηλυκής θεότητας των Αρχαίων.
Μια Παναγία,
χωρίς καλοσύνη, αλλά αυστηρή στην παρθενικότητά της, αλύγιστη στην πίστη του
ενός άντρα: η Ήρα. Σ’ όλους τους μήνες το σύγχρονο προσκύνημα αποπνέει την ίδια
ιερότητα. Δεν υπάρχουν κοντά δέντρα να ορίζουν τις αλλαγές του χρόνου. Μόνον η
χλόη ανάμεσα στα λιγοστά ερείπια σημειώνει τη μεταβολή, έχοντας να προσφέρει την
ίδια συντροφικότητα με κείνη των χορταριών πάνω σε ξεχασμένα κοιμητήρια. Τ’
ανατρίχιασμα του αέρα μόνο τη χλόη διαπερνάει. Διάφορο σαν είναι ξερή το
φθινόπωρο κι’ αλλιώτικο σαν είναι δροσερή την άνοιξη.
Πίνακας της
Ντιάνας Αντωνακάτου
Το τοπίο είναι
μοναχικό. Το τυλίγει μια μοναξιά χωρίς αλαζονεία, χωρίς σκληρότητα, χωρίς άγχος,
μια μοναξιά που απλώνεται με μια θηλυκή γλυκύτητα, με ανεπαίσθητη θλίψη
καρτερίας, κι’ ενώνεται με ό,τι γύρω εξακολουθεί να είναι ζωή, πάνω στο πιο
ζωντανό κομμάτι της Αργολίδας. Μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά επικοινωνείς με το Ηραίο.
Σιωπή σε συνοδεύει περνώντας από το φυλάκιο στις μεγαλόπρεπες πρώτες σκάλες,
πλατειές 81 μέτρα να σε οδηγήσουν από το πρώτο ύψωμα στο δεύτερο του νέου Ναού.
Σ’ αυτό το μεσαίο ύψωμα θ’ ακολουθήσεις συγκεντρωμένα τα σπουδαιότερα χνάρια
των ιστορικών χρόνων να πλαισιώνουν τον Ναό.
Κατά τ’
ανατολικά ένα κτίριο 28X17 μπορεί να χρησίμευε για τελεστήριο, αίθουσα
μυστηρίων, όπως στην Ελευσίνα. Κατά τα βόρεια, πίσω από μια δεύτερη κλίμακα 45
μ. πλάτος αναπτύσσονται τρία κτίρια-στοές, 22 Χ 7 μ. πλάτος, με διπλές κολόνες η
μικρή και η μεγάλη 63 Χ 10,50 μ. Και μια τρίτη στοά στα βορειοδυτικά. Στα νότια
και δυτικά άλλο κτίριο, από τα αρχαιότερα στο είδος του, μ’ αυλή και περιστύλιο
του 4ου αιώνα ίσως, οίκος για τις ιέρειες της Θεάς που αγγίζει με τη μια γωνία
του μια τέταρτη στοά, αυτήν της εισόδου με την πιο τέλεια κατασκευή απ’ όλα τα
κτίσματα του Ηραίου. Πιο μακριά, δυτικά, ανακαλύπτεις ρωμαϊκές θέρμες κι’ άλλες
στοές.
Στο μέσον
αυτών των κτιρίων ο νέος ναός, εφάμιλλος των ωραιοτέρων ιστορικών, κτισμένος από
τον Ευπόλεμο σ’ αντικατάσταση του αρχαϊκού που κάηκε. Η βάση του 39 Χ 20 μέτρα,
με έξη δωρικές κολόνες περιστύλιο και δώδεκα στα πλάγια. Στο εσωτερικό το
υπόβαθρο των τοίχων του σηκού και τα θεμέλια των εσωτερικών κιόνων. Μέσα εκεί το
χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς καθισμένης στο θρόνο, έργο του Πολυκλείτου. Και
κοντά ένα ξύλινο άγαλμα της Ήρας κλεμμένο από την Τίρυνθα το 468
π.Χ.
Στο Εθνικό
Μουσείο λίγα κομμάτια από τα αετώματα υπάρχουν μόνο. (Ο Παυσανίας ιστορεί πως το
ένα έδινε τη γέννηση του Δία και τη μάχη των Γιγάντων, το άλλο την άλωση της
Τροίας). Στα προπύλαια υπήρχαν αγάλματα ιερειών, ηρώων και του Ορέστη. Στο τρίτο
ύψωμα ο αρχαίος ναός της Ήρας – κάηκε το 423 π.Χ. – δεσπόζει ακόμη με μια
μεγαλοπρέπεια κυριαρχική από το ύψος των 252 μέτρων, ενώ πίσω το βουνό της
Εύβοιας ανεβαίνει ως τα 700 μέτρα. Ανάμεσα σε δυο μικρά ποτάμια, τον Αστερίονα
και τον Ελευθέριο – τα νερά τους ιερά για την κάθαρση της ιέρειας κατάξερα τώρα
– ο χώρος θα είχε αιώνων λατρεία στη θεά ή σε μια θεότητα προκάτοχό της και στις
Μυκηναϊκές εποχές. Ο θρύλος εδώ ορίζει το μέρος οπού ο Αγαμέμνων όρκισε τους
Αχαιούς πριν από την Τροία.
Κατά τις
ανασκαφές του 1926 βρέθηκαν πάνω από τον αρχαϊκό ναό κεραμικά Νεολιθικά και
τάφοι της Προελλαδικής εποχής, ακόμη και Μυκηναϊκής και Γεωμετρικής. Όλα αυτά
μας βεβαιώνουν πόσο μακρόχρονα ιερός ήταν αυτός ο τόπος της θεάς των φυσικών
στοιχείων που έγινε το ιερό τέμενος του Άργους, το μέγα προσκύνημα, το καταφύγιο
στις κακές ώρες, αλλά και της γιορταστικής χαράς τους η μεγάλη
ρίζα.
Η έκφραση της
υπέρτατης ευλάβειας δίνεται μέσα από την αρχαιότητα με τα δυο αγάλματα των
Δελφών, των Αργείων αδελφών Κλέοβι και Βίτωνα. Αφιερώματα στην υψίστη ευσέβεια.
Γιοι της Ιέρειας της Ήρας έσυραν με τους ώμους τους το λατρευτικό άρμα φέρνοντας
οι ίδιοι τη μητέρα τους στο Ηραίο, για νάρθουν να κοιμηθούν εξαντλημένοι
βρίσκοντας τον αιώνιο ύπνο – δώρο της θεϊκής εύνοιας – την ίδια νύχτα. Δεν
υπάρχει κανένα γεγονός πολεμικό που να μην είναι επίσης συνδεδεμένο μ’ αύτη την
ευλάβεια προς την Μητέρα Θεών και Ανθρώπων, τιμημένη από ντόπιους και ξένους,
φίλους και εχθρούς.
Ο Κλεομένης
αφού σκότωσε 7000 εχθρούς του Αργείους μέσα στο ιερό Άλσος της Σηπείας, κοντά
στην Τίρυνθα ήρθε, κατά την παράδοση, στο Ηραίο για θυσίες και εξιλασμό με
χίλιους στρατιώτες, μπαίνοντας με τη βία στον Ναό. Όμως στο πλησίασμά του το
άγαλμα της πολιούχου του Άργους, βγάζοντας φλόγες από το στήθος, του έδειξε την
οργή της Θεάς για την καταστροφή της αγαπημένης της πολιτείας.
Η μεγάλη
γιορτή της τα «Ηραία» γίνονταν τον δεύτερο χρόνο κάθε Ολυμπιάδος κι’ ήταν η
επισημότερη γιορτή των Αργείων, θρησκευτική και εθνική μαζί. Με θυσίες – ήταν
πολλές κι’ ονομάσθηκαν γι’ αυτό Εκατόμβαια – με αγώνες – το έπαθλό τους μια
χάλκινη ασπίδα, «Χαλκείος Αγών» – με πομπές και παρελάσεις από νέους και νέες.
Και τέλος με ξεφαντώματα.
Οι Ιέρειες
λογαριάζονταν υψηλά πρόσωπα – τα ονόματά τους κρατούσαν από βασιλικά γένη.
Καταγραμμένα μαζί με τις ημερομηνίες της υπηρεσίας τους στο ναό, σήμαιναν για
τους Αργείους μέτρο ημερομηνίας. Η γιορτή άρχιζε μόνον όταν η Ιέρεια ερχόταν
πάνω στο άρμα, το οδηγημένο από δυο άσπρα βόδια. Όταν το Θέατρο της πόλεως
μπορούσε να χωρέσει είκοσι χιλιάδες θεατές, είναι εύκολο να φαντασθεί κανείς
πόσες χιλιάδες πιστούς και προσκυνητές μπορούσε να συγκεντρώσει τέτοια
μεγαλόπρεπη και πολυήμερη γιορτή σ’ έναν ανοιχτό υπαίθριο χώρο.
Κι’ είναι
εύκολο να φαντασθεί κανείς τα πλήθη των αιώνιων γυναικείων πόθων και καημών,
καθώς θ’ ανέβαιναν τις πλατειές σκάλες, με τ’ αναθήματά τους, ικέτιδες της
δικιάς τους Θεάς. Όμοιες με τα παντοτινά χιλιόπυκνα γυναικεία πλήθη που
σέρνονται, κάποτε γονατιστά, τάζουν και ολονυχτούν εμπρός σ’ όλες τις Παναγίες
με τα μύρια χαϊδευτικά της τοπικής ευλάβειας, ως σήμερα. (Του Άργους η Ήρα είχε
διάφορα υποκοριστικά λατρευτικά: Ανθεία, Ακραία, Ειλειθυΐα).
Αν γινόταν
ξαφνικά οι ίσκιοι των νεκρών πιστών όλων των εποχών, να πορεύονταν μαζί σε τούτο
το Ιερό, ο Αργείος χώρος θα γέμιζε, θα ξεχείλιζε. Η ανάσα τους λιβανωτό
ευλάβειας μιας χιλιετηρίδας, θα πύκνωνε τότε σ’ ένα μεγάλο σύννεφο γκρίζο,
ταξιδιάρικο προς τα βόρεια, προς τον Όλυμπο. Γύρω όμως μόνον η άνοιξη προβάλλει
ποικιλόχρωμο μωσαϊκό μιας γης πολυδουλεμένης. Ένα άσπρο σύννεφο ταξιδεύει κατά
τη θάλασσα. Το σημαδεύει μια μονάχα κολόνα μισογκρέμιστη, σ’ όλο το χώρο της
αλλοτινής μεγαλοπρέπειας. Εδώ, ούτε τον ίσκιο της Θεάς δεν κράτησαν οι ανελέητοι
αιώνες.
Ντιάνα
Αντωνακάτου, «Αργολίδα», Αθήνα, Δεκέμβριος 1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου